Ο Γιώργος Μπακάλης-Μανίτης μιλάει εκ βαθέων στην "Παρρησία" για τη ζωή του και την κοινωνία των Ψαχνών (τεύχος 7, Άνοιξη 2002).
Στη συνέντευξη: Βαγγέλης Τόλης - Συντονιστής: Δημήτρης Μπαρσάκης
Κύριε Μπακάλη, πώς θα παρουσίαζες τον εαυτό σου με λίγα λόγια;
«Είμαι βιοπαλαιστής, αλλά ευκατάστατος, ελεύθερος και ευαίσθητος, κύριος με τα όλα του, αγνός και τίμιος, άνθρωπος του λαού, μεγαλόσωμος και ρωμαλέος, εργατικός κι ερωτικά δραστήριος. Όσες τίμιες και καλλιεργημένες κοπέλες ενδιαφέρονται για σοβαρό σκοπό, ας μου τηλεφωνήσουν στο κινητό (...)».
Πού οφείλεται το ψευδώνυμο «Μανίτης»;
«Έτσι φώναζαν τον παππού μου, επειδή μάζευε μανίτες και τις έφερνε να τις πουλήσει στα Ψαχνά».
Πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια;
«Πέρασα άσχημα παιδικά χρόνια. Όλο με έδερνε η μάνα μου, και ο πατέρας μου δεν βοήθησε κι αυτός. Με το παραμικρό, ξύλο! Αλλά καλλιεργήθηκα στη ζωή, αν και δεν τα έπαιρνα τα γράμματα. Πήγαινα και βάραγα τα μαγγάνια, έπαιρνα ένα τάληρο και επιβίωνα. Ψώνιζα μόνος μου τα παπούτσια, τα ρούχα μου. Από 13 χρονών έμαθα να σοβατίζω. Καλή κουβέντα, όμως, δεν άκουγα από τους γονείς μου. Αφού δεν προχώραγα στα γράμματα, με έστειλαν σ' ένα ίδρυμα στην Αθήνα. Το δημοτικό τέλειωσα, αλλά είμαι σ' όλα μέσα, ενώ παιδιά από καλές οικογένειες βγήκαν σκάρτα. Στη βιοπάλη χτύπησα και το χέρι μου. Μια φορά με κλώτσησε και το μουλάρι στο μαγγανοπήγαδο. Ζντανγκ! Στο κεφάλι, εδώ στο μέτωπο. Αλλά δεν έπαθα τίποτα. Και μια φορά έπαθα δηλητηρίαση από κουκιά, και στα ούρα μου… τι να δω! Αίμα! Το πέρασα κι αυτό. Κι η μάνα μου, όταν ήμουν μικρό παιδί, ούτε συμβουλές μου έδινε, ούτε και τα εμβόλια μου έκανε, μόνο βάραγε, μπαπ, μπαπ!».
Δεν βρήκες από πουθενά κατανόηση;
«Οι δάσκαλοι στο Δημοτικό με αγαπούσαν, κι ας μην τα έπαιρνα τα γράμματα. Ο Σελίδης, θυμάμαι. Κι ο παπα-Κώστας, ο Βαλαής, μου έδινε κουφέτα».
Πόσο χρονών είσαι σήμερα;
«Ώριμος».
Με τι ακριβώς ασχολείσαι;
«Ξέρω την τέχνη του σοβατζή και του χτίστη. Αγόρασα ένα φορτωτάκι bobcat και τα βγάζω πέρα. Έφτιαξα δικό μου σπίτι, 130 τετραγωνικά, 40 εκατομμύρια (δραχμές) κάνει. Δουλεύω και για το Δήμο, άμα με φωνάζουν. Μια περίοδο που δεν είχα δουλειές, πήγα και στα Σπάτα με το φορτωτάκι, να δουλέψω στο αεροδρόμιο. Με ρώτησε ένας εργολάβος υδραυλικός πόσα ήθελα και του είπα 30.000 την ημέρα. Μου είπε ότι θα με πάρει τηλέφωνο, αλλά δεν με πήρε. Απέτυχα εκεί. Είχα πάει και σε μια εφοπλίστρια, για να με πάρει οδηγό και σωματοφύλακα, αλλά κι εκεί απέτυχα».
Από τη ζωή σου τι ζητάς τώρα;
«Ε, να βρω μια καλή γυναίκα να παντρευτώ και να κάνω ένα παιδάκι».
Ποια είναι η γνώμη σου για το γάμο;
«Να σου πω… η γυναίκα θέλει πάντα την πολυτέλεια. Ναι, αλλά στις δύσκολες στιγμές το διαλούμε; Εντάξει, να κάνουμε υπομονή, αν δεν τα βγάζουμε πέρα, θα τρώμε ένα μήνα ψωμί κι ελιά. Λοιπόν, τι έγινε; Ο γάμος είναι καλό, η οικογένεια είναι καλό πράγμα, αλλά να υπάρχει συνεννόηση, αγάπη, ομόνοια, κατανόηση. Γυναίκα, σήμερα είναι δύσκολα, αύριο θα δούμε. Κι ακούς γκρίνια, διχόνοια στο σπίτι. Εγώ μεγάλωσα δύσκολα. Από μικρός έχω πάθει και δηλητηρίαση από κουκιά. Από τα μαγγάνια έχω φάει το χέρι μου. Και κλωτσιά έχω φάει εδώ, στο μέτωπο, από μουλάρι, κλωτσιά από πέταλο και δεν έχω πάθει τίποτα. Τίποτα δεν έχω πάθει, ενώ άλλος έχει σαλέψει. Πράγματα τραγικά».
Γκόμενες είχες στο παρελθόν;
«Ποτέ! Εγώ δεν είχα ποτέ φαντασία. Είχα αισθήματα! Αλλά οι γυναίκες που ήθελα ήταν εγωίστριες, ήταν ψηλομύτες όλες. Αντί να πουν ο Γιώργος είναι καλό παιδί, αντί να μ' αγαπάνε… Και μια δασκάλα από ένα χωριό, η (...), το πρώτο που με ρώτησε ήταν αν έχω κανά παραθαλάσσιο οικόπεδο. Ήταν και δασκάλα! Κι αντί να σκεφτεί να βρει έναν άντρα καλό, σκεφτόταν την πολυτέλεια. Ωραία κοπέλα, αλλά μπορούσε να με ρωτήσει άλλα πράγματα, για τα αισθήματά μου. Από αίσθημα τίποτα η κυρία! Δηλαδή, σε κοιτάζει και πάει να πει ότι σε αγαπάει με τα μάτια; Μου το έχουν κάνει πολλές αυτό. Και τους λέω: γιατί με κοίταζες έτσι; Αν θέλεις, να το συζητήσουμε να πιούμε ένα καφεδάκι, να τα βρούμε. Α, μου λέει μία, είμαι αρραβωνιασμένη. Τότε γιατί με προκάλεσες που με κοίταζες έτσι επίμονα; Μου είπε και κάποιος εδώ στα Ψαχνά: Αν θέλεις Γιώργο, να σε κάνω γαμπρό στην κόρη μου. Ευχαριστώ πάρα πολύ, πλην όμως δεν έχω καιρό, δεν έχω δουλειά δηλαδή. Δεν είναι ντροπή, αλλά άλλοι το έχουνε εγωισμό. Σήμερα, έτσι όπως έχει γίνει η ζωή, το στραβό γίνεται ίσο και το ίσο γίνεται στραβό. Όλα τα τομάρια πετυχαίνουνε και ο καλός πάει χαμένος. Δεν μετανιώνω κι ούτε παραπονιέμαι. Εγώ την ξέρω τη ζωή».
Είχες κάποιες αποτυχίες στη ζωή σου;
«Αποτυχίες εγώ ποτέ! Ό,τι έκανα, ήμουν σωστός, κύριος, ευγενικός. Ούτε πήγα να καψουρευτώ και να μου σαλέψει το μυαλό, όπως κάνουν αυτοί οι καλομαθημένοι που δεν ξέρουν τη ζωή. Είμαι διδαγμένος και δεν έχω πρόβλημα εγώ. Είναι κακό πράγμα ο εγωισμός».
Έχεις κάνει προτάσεις γάμου σε γυναίκες;
«Να σου πω πώς κάνω τις προτάσεις; Λοιπόν, Μαίρη -για παράδειγμα το λέω το όνομα- Μαίρη, εκ των προτέρων σου ζητάω συγγνώμη για την πρόταση, την οποία θα σου κάνω. Για να είμαι ειλικρινής, σαν τίμιος νέος, από καιρό ενδιαφέρομαι για πάρτι σου. Δεν ξέρω πώς σκέφτεσαι εσύ για μένα και πώς μπορεί να σκεφτείς. Αλλά εγώ σκέφτομαι για σένα και για ένα μέλλον της ζωής. Θα ήθελα, λοιπόν, να το σκεφτείς, να το μελετήσεις κι όταν ανταμώσουμε να μου δώσεις μια θετική απάντηση. Αν πάλι νομίζεις ότι δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για σένα, εντάξει, σου ζητώ συγγνώμη. Και πάλι φίλοι είμαστε, δεν τρέχει τίποτα».
Και τι απαντήσεις έχεις πάρει;
«Όλες λέγαν ότι θα απαντήσουν, αλλά απάντηση καμία! Επειδή ήμουν φτωχόπαιδο, προτιμούσαν τους μεγαλονοικοκυραίους και δημιουργούσαν δεσμό. Αλλά εγώ παρακολούθαγα, ο Γιώργος παρακολούθαγε, γιατί ο Γιώργος είναι πονηρός. Δεν είναι ψεύτικα αυτά που λέω. Ο καλός καλό δε βλέπει!».
Έχεις παράπονα από άλλους ανθρώπους;
«Κι αν έχω παράπονα, τι θα γίνει, θα λυθεί το πρόβλημα; Τα 'χω μέσα μου κι εντάξει. Πάνω απ' όλα πρέπει ο άνθρωπος να μάθει να εκτιμάει, να αισθάνεται και να μη σκέφτεται πάντα πλούτη και μεγαλεία. Ρουφιανόκοσμος, κουτσομπολιό και ρωτάνε ο Γιώργος πού τα βρήκε κι έφτιαξε σπίτι. Με τον ιδρώτα του και τον κόπο του. Επειδή είσαι ανίκανος εσύ, κάθεσαι και κουτσομπολεύεις. Ο καλός άνθρωπος φαίνεται. Κάποιοι μπορεί να με κοροϊδεύουν, αλλά όποιος κοροϊδεύει τον άλλο, γρήγορα το γεύεται ο ίδιος. Τον εαυτό τους κοροϊδεύουν και είναι να τους λυπάσαι. Εγώ είμαι φτωχόπαιδο, αλλά τίμιος άνθρωπος. Δεν σπούδασα, αλλά ξέρω τη ζωή. Μακάρι κι οι άλλοι να μπορούσαν να γίνουν σαν εμένα, λεβέντες. Σαν το μπόι μου βρίσκεις, αλλά σαν την καρδιά μου δεν βρίσκεις. Ζηλεύουν και με κουτσομπολεύουν».
Τι ζηλεύουν;
«Κοίτα, λένε, πόσο χαμηλά είμαστε εμείς και πόσο ανώτερος είναι ο Γιώργος, πόσο σωστός και πόσο αξιοπρεπής είναι».
Λένε κι άλλα, ότι έκοβες πάνω σε μια ελιά το κλωνάρι που πατούσες κι έπεσες και χτύπησες. Είναι αλήθεια αυτό;
«Έναν καιρό έκανα και ξυλοκοπτική. Είχα ένα αλυσοπρίονο και με φώναζαν να κόβω δέντρα. Έβγαζα μεροκάματο. Μια φορά είχα χτυπήσει, γιατί με άρπαξε ένα κλωνάρι από το πουκάμισο και μ' έριξε κάτω και πήγε ύστερα κάποιος και διέδωσε άλλα, ότι τάχα έκοψα το κλωνάρι που πάταγα. Τι να πω; Αλλος το κοντό του κι άλλος το μακρύ του. Όπου ακούς πολλά κεράσια, πάρε μικρό καλάθι, για να τα χωρέσει. Καλύτερα, όμως, να σε ζηλεύουν, παρά να σε λυπούνται!».
Τι έχεις να πεις για τους θαμώνες της πλατείας;
«Όλοι καλοπερασάκηδες. Δεν με καταλαβαίνουν εμένα. Είμαι πάντα ανώτερος απ' αυτούς, γιατί εγώ αγαπώ και τον πλησίον, γιατί αυτός είναι βλάκας. Εσύ, που είσαι έξυπνος, θα πιαστείς με το βλάκα; Ακόμα κι αν με βρίξει κάποιος, εγώ σημασία καμία... Το κεφάλι του βρίζει. Πάντως, εγώ όλα τα ζώα τ' αγαπάω, και τις γάτες, τους σκύλους, όλα τα ζώα. Οι άνθρωποι σε προδώνουν, μα τα ζώα ποτέ».